τριπλωπία

τριπλωπία
η, Ν
ιατρ. οπτική ανωμαλία κατά την οποία βλέπει κανείς τρία είδωλα ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλός + -ωπία (< -ωψ, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ-ωπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”